- προσάγγελμα
- -έλματος, τὸ, Α [προσαγγέλλω]1. αγγελία, ανακοίνωση2. κατηγορία, έγκληση στο δικαστήριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσάγγελμα — report neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)